- πεινάσεις
- πεινά̱σεις , πεινάωto be hungry: aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic )πεινά̱σεις , πεινάωto be hungry: fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πεινάσεις — πεινά̱σεις , πεινάω to be hungry aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) πεινά̱σεις , πεινάω to be hungry fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek